- ἐργαστρίς
- ἐργᾰσ-τρίς, ίδος, ἡ,A = ἐργάτις, Hsch. s.v. καιρωστρίδες.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εργαστρίς — η βλ. εργαστήρ … Dictionary of Greek
ἐργαστρίδες — ἐργαστρίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργαστήρ — ἐργαστήρ, ῆρος, ό, θηλ. ἐργαστρίς, ίδος (Α) [εργάζομαι] 1. εργάτης, γεωργός 2. (για τον Ήφαιστο) σιδηρουργός … Dictionary of Greek